Παρατίθενται ενδεικτικά οι κάτωθι αποφάσεις:
Άρειος Πάγος 3/2014, Πλήρης Ολομέλεια (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΟλΑΠ 3-2014): Επαγγελματική μίσθωση – Μείωση του μισθώματος λόγω απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών – Δικαστική αναπροσαρμογή μισθώματος κατ’ επιταγήν της καλής πίστεως – Συμφωνία σταδιακής αναπροσαρμογής – Αναίρεση για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου – H τύχη της ρήτρας συμβατικής αναπροσαρμογής του μισθώματος στην εμπορική μίσθωση, σε περίπτωση που μεσολαβήσει δικαστική αναπροσαρμογή. Η δικαστική απόφαση είναι διαπλαστική. Η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι αν το ένα μέρος προσφύγει άπαξ στο δικαστήριο, ζητώντας τη δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, κατά την ΑΚ 288, αυτομάτως καταργείται η ρήτρα συμβατικής αναπροσαρμογής του μισθώματος για το μέλλον, αφού προδήλως θα έχει κριθεί ότι οι οικείες συμβατικές προβλέψεις είναι απρόσφορες πλέον να ρυθμίζουν το ζήτημα του ύψους του (βλ. σημ. υπό την ΟλΑΠ 9/13). Με την δικαστική απόφαση μεταβάλλονται τα περιστατικά επί των οποίων οι συμβαλλόμενοι στήριξαν την συμφωνία για σταδιακή αναπροσαρμογή. Μετά τη δικαστική αναπροσαρμογή το μόνο που μπορεί να ισχύσει για το μέλλον, επί εμπορικών μισθώσεων, είναι η νόμιμη αναπροσαρμογή, που ρυθμίζεται με το άρθρο 7 § 3 του π.δ. 34/1995, η δε απαιτούμενη από τον νόμο αυτό για την πραγματοποίηση της αναπροσαρμογής ετήσια προθεσμία αρχίζει από τον χρόνο που συντελείται αυτή με την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής.
Άρειος Πάγος 4/2014, Πλήρης Ολομέλεια (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΟλΑΠ 4-2014): Νομικά πρόσωπα αγρότες – Ιδιότητα αγρότη – Δανειακές συμβάσεις – Πιστωτικά ιδρύματα – Επανακαθορισμός οφειλής -. Έννοια του όρου «αγρότες» του άρθρου 39 παρ. 5 ν. 3259/2004. Κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Οι ευνοϊκές διατάξεις περί ρύθμισης τραπεζικών χρεών, εφαρμόζονται και σε νομικά πρόσωπα, τα οποία θεωρούνται «αγρότες» μόνο εάν α) από την ιδρυτική (συστατική) τους πράξη προκύπτει ότι η κύρια δραστηριότητα τους είναι η άσκηση της γεωργίας, με τις ειδικότερες εκφάνσεις της αγροτικής δραστηριότητας, β) είναι κάτοχοι αγροτικής εκμετάλλευσης με νομική προσωπικότητα, από την άσκηση της οποίας αντλούν τα εισοδήματα τους, και γ) η πλειοψηφία του μετοχικού (εταιρικού) κεφαλαίου, ανήκει σε γεωργούς κατά κύρια απασχόληση. Για τον επανακαθορισμό της οφειλής τους από τις συμβάσεις αυτές θα ληφθεί υπόψη ο συντελεστής 2 και όχι 3, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004 και συγκεκριμένα, η βάση του υπολογισμού της οφειλής τους από τις δανειακές τους συμβάσεις θα προκύψει από το άθροισμα του ποσού του ληφθέντος κεφαλαίου εκάστης, χωρίς να υπολογίζονται οφειλές από τόκους και έξοδα, το άθροισμα δε αυτό θα πολλαπλασιαστεί με συντελεστή 2 και ακολούθως από το γινόμενο που θα προκύψει θα αφαιρεθούν οι οποτεδήποτε γενόμενες καταβολές εκ μέρους τους, για να εξαχθεί η τελική οφειλή αυτών προς τα πιστωτικά ιδρύματα.
Άρειος Πάγος 1387/2012, Α2 Πολιτικό Τμήμα Δημοσίευση: ΝοΒ, 2013, τ. 61, σ. 751 (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΑΠ 1387-2012) Αδικοπραξία – Φυτοφάρμακο – Ανώτατα όρια δραστικής ουσίας -Παράλειψη ενημέρωσης καταναλωτικού κοινού – Πώληση βλαβερού φυτοφάρμακου σε γεωργό -. Αδικοπρακτική συμπεριφορά της εταιρείας που συσκευάζει, διαθέτει και πωλεί στην Ελλάδα το επίδικο φυτοφάρμακο σε πλαστικές φιάλες. Παρά το ότι είχε ενημερωθεί από το αρμόδιο Υπουργείο Γεωργίας για την αλλαγή των ανωτάτων ορίων της περιεχόμενης σ’ αυτό δραστικής ουσίας, την θέση σε ισχύ των ορίων αυτών και για την υποχρέωσή της να ενημερώσει τους εμπόρους που διαθέτουν τα προϊόντα της, ώστε αυτοί να ενημερώσουν τους αγρότες πελάτες τους, παρέλειψε την εκπλήρωση της εν λόγω θεμελιώδους υποχρεώσεώς της ενημέρωσης του καταναλωτικού κοινού.
Άρειος Πάγος 1386/2012, Α2 Πολιτικό Τμήμα (ΝοΒ, 2013, τ. 61, σ. 751). Φυτοφάρμακα – Πώληση βλαβερού φυτοφάρμακου σε γεωργό – Όρια δραστικής ουσίας (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΑΠ 1386-2012)
Άρειος Πάγος 1378/2012, Α2′ Πολιτικό Τμήμα (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΑΠ 1378-2012) Χρηματιστηριακές συναλλαγές. Η απόδειξη της κατάρτισης της σύμβασης εντολής από το χρηματιστή με έγγραφο υπογεγραμμένο από τον εντολέα είναι δυνητική. Έγγραφο δεν απαιτείται ούτε για τη χορήγηση των εντολών από τους επενδυτές προς τις ΕΛΔΕ ή από τις ΕΛΔΕ προς ΑΧΕ., ούτε για την κατάρτιση σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας. Ορθά και αιτιολογημένα επιδικάστηκε το επίδικο χρεωστικό υπόλοιπο αφού αποδείχθηκε ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές διενεργήθηκαν με την εντολή της αναιρεσείουσας. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 559 αρ. 11α` Κ.Πολ.Δ. λόγοι, αφού η απόδειξη των ενδίκων χρηματιστηριακών συναλλαγών επιτρέπεται να γίνει με κάθε αποδεικτικό μέσο. Η κατάθεση μήνυσης, σε βάρος των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης, δεν τους καθιστά, άνευ ετέρου, αναξιόπιστους, ώστε να θεμελιωθεί παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επιτρέπεται η παροχή πιστώσεων και δανείων για την απόκτηση μετοχών από τις Επενδυτικές Επιχειρήσεις προς τους πελάτες τους και οι σχετικές συμβάσεις δεν είναι άκυρες, ούτε απαιτείται άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Αβάσιμος ο εκ του άρθρου 559 αρ. 12 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για την αποδεικτική δύναμη των εγγράφων. Απορρίπτεται η αναίρεση κατά το άρθρο 559 αρ. 1, 19, 11 α και 12 ΚΠολΔ (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 5261/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών).
Άρειος Πάγος 936/2007, Α1 Πολιτικό Τμήμα (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΑΠ 936-2007) (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2008/23, ΝΟΒ 2008/1507) Δικαιοπραξία και ακυρότητα αυτής λόγω αισχροκέρδειας. Προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση ως άκυρης σύμβασης. Την ακυρότητα αυτή μπορεί να προβάλει και ο κληρονόμος ενός από τους συναλλαγέντες. Μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου προς το σκοπό όπως ο αποκτών διατρέφει ισοβίως τον μεταβιβάζοντα. Η σύμβαση παροχής της ισόβιας προσόδου είναι τυχηρά σύμβαση και αν συμφωνείται από επαχθή αιτία δεν μπορεί να ελεγχθεί κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ως αισχροκερδής. Αν όμως μπορεί να καθορισθεί η διάρκεια ζωής του δικαιούχου και να προσδιοριστεί η αντιπαροχή της ισόβιας προσόδου, τότε μπορεί να ελεγχθεί η σύμβαση κατά το άρθρο 179 ΑΚ. Κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του προφανώς δυσαναλόγου. Αιτιολογημένη η κρίση ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης ακινήτου είναι άκυρη κατά το άρθρο 179 ΑΚ. Απορρίπτεται η αναίρεση κατά το άρθρο 559 αρ. 1, 18 και 19 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 2258/2005 απόφαση ΕφΑθ).
Άρειος Πάγος 424/1992, Τμ. Β’ Πολιτικό, ΕΕΝ/1993 (413) (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΑΠ 424-1992) Συλλογικές Συμβάσεις εργασίας. Αρμοδιότητα επαγγελματικής οργάνωσης να συνάψει ΣΣΕ. Η ΣΣΕ δεσμεύει τα μέρη που υπογράφουν εκτός εάν κηρυχθεί εκτελεστή με υπουργική απόφαση οπότε δεσμεύει όλους τους εργοδότες καιεργαζόμενους του τομέα. Ηλεκτροτεχνίτες. Αποδοχές. Τόκος υπερημερίας.Πολιτική δικονομία. Λόγοι αναίρεσης. Τεκμαίρεται ότι συνεκτιμήθησαν τα αποδεικτικά μέσα όταν αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψην. Παραίτηση από λόγο αναίρεσης με δήλωση στο ακροατήριο. Ο λόγος θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.
Εφετείο Αθηνών 3253/2016 (βλ. εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης: ΕφΑθ 3253/2016) Αδικοπραξία. Πρόκληση ζημίας σε επενδυτή κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Αγορά ομολόγων. Κώδικας δεοντολογίας των ΕΠΕΥ. Υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ. Ευθύνη της παρέχουσας υπηρεσίες τράπεζας έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου. Θεμελίωση αυτής στη σύμβαση είτε σε αδικοπραξία, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του ζημιωθέντος. Η συμπεριφορά των εναγόμενων να μην τηρήσουν την υποχρέωση σαφούς πληροφόρησης και διαφώτισης των εναγόντων κατά τη διάρκεια της σύμβασης επενδυτικών συμβουλών και την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές και τις προστατευτικές των συμφερόντων του επενδυτή διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ και να μην ενημερώσουν τους ενάγοντες για τους κινδύνους που είχαν ανακύψει σχετικά με την επένδυσή τους στα ως άνω ομόλογα, καθώς και για το ότι τα επενδυτικά αυτά προϊόντα δεν ήταν πλέον ασφαλή και συναφή με το συντηρητικό επενδυτικό «προφίλ», συνιστούσε παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά. Ακυρότητα του όρου που περιεχόταν στο παράρτημα του εντύπου των επενδυτικών συμβάσεων, περί ανάληψης από τον επενδυτή του πιστωτικού κινδύνου της εκδότριας των αξιών εταιρείας, καθώς δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Δέχεται την έφεση. Δέχεται εν μέρει την αγωγή.